- μαθητεύσει
- μαθητεύωto be pupilaor subj act 3rd sg (epic)μαθητεύωto be pupilfut ind mid 2nd sgμαθητεύωto be pupilfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Κλέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (450; – 401 π.Χ.). Διετέλεσε πολλές φορές ναύαρχος των Λακεδαιμονίων κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 403 διορίστηκε αρμοστής της πόλης του Βυζαντίου. Η… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Μουσούρος, Μάρκος — (Χάνδακας [Ηράκλειο] Κρήτης 1470; – Ρώμη 1517). Φιλόλογος, εκδότης αρχαίων συγγρα φέων και καθηγητής της ελληνικής στην Ιταλία κατά τους χρόνους της Αναγέννησης. Πολύ νωρίς, το 1486, εμφανίζεται στους κύκλους των λογίων της Φλωρεντίας, που ήταν… … Dictionary of Greek